- συμποσώ
- -έω, ΜΑβλ. συμποσούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποσώ — όω, ΜΑ [ποσός / ποσόν] 1. υπολογίζω την ποσότητα 2. υπολογίζω ένα ποσό, συμποσώ 3. προσδιορίζω κάτι ως προς την ποσότητα … Dictionary of Greek
συμποσούμαι — συμποσοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμποσῶ, όω, ΜΑ ανέρχομαι, φτάνω σε κάποιο ποσό («τα ελλείμματα συμποσούνται σε 10 δισεκατομμύρια») μσν. αρχ. ενεργ. μετράω μαζί, υπολογίζω σε ενιαίο ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ποσῶ / ποσοῦμαι (<… … Dictionary of Greek
συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… … Dictionary of Greek